- αδιαφόρηση
- ηη αδιαπνευστία (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αδιαφόρηση — η παλαιός ιατρικός όρος που δήλωνε έλλειψη διαπνοής, βλάβη ή αναστολή τής εφιδρώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. Ελληνογενές < α στερητ. + διαφόρησις*, πρβλ. γαλλ. adiaphorese] … Dictionary of Greek